- ἀσθενέοντι
- ἀσθενέωpres part act masc/neut dat sg (epic doric ionic aeolic)ἀσθενέωpres ind act 3rd pl (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσαίρω — Α [αἴρω] 1. σηκώνω, κουβαλώ 2. δίνω, προσφέρω σε κάποιον («ἤν... ἀσθενέοντι προσαίρῃ τις ποτόν», Ιπποκρ.) 3. ανεβάζω σε ψηλότερο επίπεδο 4. μέσ. προσαίρομαι τρώω … Dictionary of Greek